- βοηλατική
- βο-ηλατική, die Ochsen hütend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
βοηλατική — βοηλατικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλατικός — βοηλατικός, ή, όν (Α) 1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη 2. ο κατάλληλος για βουκόλος 3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική η τέχνη του βοηλάτη … Dictionary of Greek